Ετυμολογία

επεξεργασία
mairie < maire

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /mɛ.ʁi/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
mairie mairies

mairie (fr) θηλυκό

  1. το δημαρχείο
  2. η δημαρχία

Συγγενικά

επεξεργασία