macromoléculaire
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
macromoléculaire | macromoléculaires |
Επίθετο
επεξεργασίαmacromoléculaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
macromoléculaire | macromoléculaires |
macromoléculaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό