Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /mâd͡ʑarski/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ma‐đar‐ski

  Επίθετο

επεξεργασία

mađarski (sh) (κυριλλική γραφή: мађарски)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

mađarski (sh) (κυριλλική γραφή: мађарски) αρσενικό

Δείτε επίσης

επεξεργασία