Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /me.ta.lyʁ.ʒik/

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
métallurgique métallurgiques

métallurgique (fr) αρσενικό ή θηλυκό