Ετυμολογία

επεξεργασία
lymphocytaire < lymphocyte

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /lɛ̃.fɔ.si.tɛr/

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
lymphocytaire lymphocytaires

lymphocytaire (fr)

Leucémie lymphocytaire. Λεμφοκυτταρική λευχαιμία.
Pneumonie lymphocytaire. Λεμφοκυτταρική πνευμονία.

Συγγενικά

επεξεργασία
→ δείτε τη λέξη  lymphocyte

Δείτε επίσης

επεξεργασία