lycanthrope
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
lycanthrope (en)
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
lycanthrope | lycanthropes |
Ουσιαστικό επεξεργασία
lycanthrope (fr) αρσενικό
lycanthrope (en)
ενικός | πληθυντικός |
lycanthrope | lycanthropes |
lycanthrope (fr) αρσενικό