Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /li.z(ə).ʁe/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
liseré liserés

liseré (fr) αρσενικό