linesman
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
linesman | linesmen |
ανώμαλα ουσιαστικά (αγγλικά) |
Ουσιαστικό επεξεργασία
linesman (en)
- (επάγγελμα, αθλητισμός) ο επόπτης
Δείτε επίσης επεξεργασία
- linesman στην αγγλική Βικιπαίδεια
ενικός | πληθυντικός |
linesman | linesmen |
ανώμαλα ουσιαστικά (αγγλικά) |
linesman (en)