ligne brisée
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
---|---|
ligne brisée | lignes brisées |
ligne brisée (fr) θηλυκό
- (γεωμετρία) η τεθλασμένη, η τεθλασμένη γραμμή
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
ligne brisée | lignes brisées |
ligne brisée (fr) θηλυκό