Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Επίθετο επεξεργασία

licentious (en)

  • που έρχεται σε αντίθεση με τις κοινωνικές αντιλήψεις περί σεξουαλικών σχέσεων, ακόλαστος, έκφυλος