Ουσιαστικό

επεξεργασία

lepton (en)

  1. (φυσική) το λεπτόνιο



      ενικός         πληθυντικός  
lepton leptons

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

lepton (fr) αρσενικό

  1. (φυσική) το λεπτόνιο



  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

lepton (pl) αρσενικό

  1. (φυσική) λεπτόνιο