lepton
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαlepton (en)
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
lepton | leptons |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαlepton (fr) αρσενικό
Πολωνικά (pl)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαlepton (pl) αρσενικό