Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

layaway (en)

  • αγορά ενός αγαθού με δόσεις. Ο αγοραστής όμως δεν μπορεί να πάρει το προϊόν και να το χρησιμοποιήσει παρά μόνο μετά την αποπληρωμή όλων των δόσεων.
  • το προϊόν που παραμένει στον πωλητή μέχρι την πλήρη αποπληρωμή του