Ετυμολογία

επεξεργασία
lateo < Συγγενές με το (αρχαία ελληνική) λανθάνω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈla.te.oː/

lateo (la) (lateo2, latui-/-latere) (Δεν απαντούν οι τύποι της παθητικής φωνής)