lapse
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
lapse | lapses |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαlapse (en)
- το παράπτωμα
- η κατολίσθηση, η χειροτέρευση μιας κατάστασης
- ⮡ the lapse into crime - η κατολίσθηση προς το έγκλημα
Πηγές
επεξεργασία- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 439. ISBN 9780194325684., λήμμα: κατολίσθηση