ενικός         πληθυντικός  
lambda lambdas

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

lambda (fr) αρσενικό

  1. λάμδα



  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

lambda (pl) θηλυκό

  1. το γράμμα του ελληνικού αλφάβητου: λάμδα