labyrinth
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
labyrinth | labyrinths |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαlabyrinth (en)
- ο λαβύρινθος
- ⮡ The labyrinth of laws and regulations often causes confusion for citizens.
- Ο λαβύρινθος των νόμων και των διατάξεων προκαλεί συχνά σύγχυση στον πολίτη.
- ⮡ The labyrinth of laws and regulations often causes confusion for citizens.