Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

labeling (en)

  1. σήμανση
  2. (βιοχημεία) Η εισαγωγή μίας ανιχνεύσιμης χημικής ομάδας (π. χ. που περιέχει ένα ισότοπο ή μια φθορίζουσα χρωστική) σε μία πρωτεΐνη ή άλλο βιομόριο ενδιαφέροντος, ώστε να μπορεί να παρακολουθείται ή να ποσοτικοποιείται κατά τη διάρκεια πειραματικής ανάλυσης.

Συνώνυμα επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

Άλλες γραφές επεξεργασία