Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
législature législatures

  Ουσιαστικό επεξεργασία

législature (fr) αρσενικό

  1. (σπάνιο) το νομοθετικό σώμα ενός κράτους
  2. βουλευτική περίοδος

Συγγενικά επεξεργασία