kuchnia
Πολωνικά (pl) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
kuchnia (pl) θηλυκό
- η κουζίνα
- το δωμάτιο, ο χώρος παρασκευής φαγητού
- η συσκευή
- το σύνολο των χαρακτηριστικών κάποιου ατόμου ή ομάδας ή έθνους που διαφοροποιούν τα φαγητά τους και τον τρόπο παρασκευής από άλλα