𐀓𐀠𐀪𐀍
(Ανακατεύθυνση από ku-pi-ri-jo)
Ετυμολογία
επεξεργασία- 𐀓𐀠𐀪𐀍: → δείτε τη λέξη Κύπριος. Συγγενή: αρχαία ελληνική Κύπριος, νέα ελληνική Κύπριος
Κύριο όνομα
επεξεργασία𐀓𐀠𐀪𐀍 (ku-pi-ri-jo)
- (πατριδωνυμικό) Κύπριος, άντρας από την Κύπρο
𐀓𐀠𐀪𐀍 (ku-pi-ri-jo)