𐀓𐀙𐀐𐀲𐀂

(Ανακατεύθυνση από ku-na-ke-ta-i)
ku
na ke ta i
 
       

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επεξεργασία

𐀓𐀙𐀐𐀲𐀂 (ku-na-ke-ta-i) αρσενικό

  • κυνηγός - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.