kraft
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΓερμανική λέξη που σημαίνει δύναμη.
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
kraft | krafts |
kraft (fr) αρσενικό
- Papier kraft : χαρτί (ισχυρό) περιτυλίγματος
Γερμανική λέξη που σημαίνει δύναμη.
ενικός | πληθυντικός |
kraft | krafts |
kraft (fr) αρσενικό