Ετυμολογία

επεξεργασία
korki < kork- + -i
ρήμα korki
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας korkas korkanta korkata
αόριστος korkis korkinta korkita
μέλλοντας korkos korkonta korkota
υποθετική korkus - -
προστακτική korku - -

korki (eo)

Αντώνυμα

επεξεργασία



  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επεξεργασία

korki (io)