Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
koko
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Εσπεράντο (eo)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
2
Φινλανδικά (fi)
2.1
Ουσιαστικό
Εσπεράντο
(eo)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
koko
<
kok-
+
-o
Ουσιαστικό
επεξεργασία
koko
(eo)
(
πτηνό
) ο
κόκορας
Φινλανδικά
(fi)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
koko
(fi)
μέγεθος