• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

kiinnittää

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Φινλανδικά (fi)Επεξεργασία

  ΡήμαΕπεξεργασία

kiinnittää (fi)

  • στηρίζω, σταθεροποιώ, φιξάρω
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=kiinnittää&oldid=3838574"
Τελευταία επεξεργασία στις 13 Μαΐου 2017, στις 00:31

Γλώσσες

    • English
    • Esperanto
    • Suomi
    • Français
    • Ido
    • Polski
    • Русский
    • Shqip
    • Türkçe
    Βικιλεξικό
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 13 Μαΐου 2017, στις 00:31.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie