Ετυμολογία

επεξεργασία
ketër < άλλη μορφή του kitërr < νοτιοσλαβικής προέλευσης *kita «φούντα», συγγενές με το σερβοκροατικά ки̏та (kȉta) και το σλαβομακεδονικά китка (mk) (kitka).[1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ketër (sq) αρσενικό (οριστικός τύπος: ketri) (πληθυντικός ketra)

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Xhelal Ylli, Das slawische Lehngut im Albanischen, τ. Α΄ - Lehnwörter, Otto Sagner, Μόναχο, 1997, σελ. 111.