Ετυμολογία

επεξεργασία

Από το ολλανδικό kerkmisse, λειτουργία (εκκλησίας).

  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
kermesse kermesses

kermesse (fr) θηλυκό

  • γιορτή που γίνεται στο ύπαιθρο, πανηγύρι
    A la fin de l'année scolaire, les écoles organisent habituellement une kermesse. Στο τέλος της σχολικής χρονιάς, τα σχολεία συνηθίζουν να οργανώνουν ένα πανηγύρι.