Γερμανικά (de) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ρήμα επεξεργασία

kennen lernen (de) jdn. (παρατατικός: kennen lernte, μετοχή παρακειμένου: kennen gelernt)

Wann hast du sie kennen gelernt? - Πότε τη γνώρισες;