karstique
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΓερμανική λέξη, σλοβενικής προέλευσης. Kars : περιοχή της Σλοβενίας με ασβεστολιθικά πετρώματα.
Επίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
karstique | karstiques |
karstique (fr) αρσενικό
- καρστικό πέτρωμα