Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

kalendarz (pl) αρσενικό

  1. το ημερολόγιο
    • το σύστημα
      kalendarz gregoriański - το Γρηγοριανό ημερολόγιο
    • το έντυπο που αναγράφει όλες τις ημερομηνίες
      kalendarz ścienny - ημερολόγιο τοίχου

Συγγενικά

επεξεργασία