Ετυμολογία

επεξεργασία

Από το καλός, ωραίος, το είδος, εμφάνιση, και το σκοπείν, κοιτάζω.

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
kaléidoscope kaléidoscopes

kaléidoscope (fr) αρσενικό