juxtaposition
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαjuxtaposition (en)
- διευθέτηση κατά σειρά
- αντιπαραβολή, σύγκριση
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαjuxtaposition (fr) θηλυκό
juxtaposition (en)
juxtaposition (fr) θηλυκό