ενικός         πληθυντικός  
island islands

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈaɪ.lənd/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

island (en)

  • (γεωγραφία) το νησί
    ⮡  A bridge joins the island with the mainland.
    Μια γέφυρα συνδέει το νησί με την ηπειρωτική χώρα.