irrévocabilité
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
irrévocabilité | irrévocabilités |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαirrévocabilité (fr) θηλυκό
- το αμετάκλητο μιας κατάστασης
ενικός | πληθυντικός |
irrévocabilité | irrévocabilités |
irrévocabilité (fr) θηλυκό