ionosphérique
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ionosphérique < ionosphère
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
ionosphérique | ionosphériques |
ionosphérique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- σχετικός με την ιονόσφαιρα
ενικός | πληθυντικός |
ionosphérique | ionosphériques |
ionosphérique (fr) αρσενικό ή θηλυκό