Ετυμολογία

επεξεργασία
iomete < iom + -et- + -e

  Επίρρημα

επεξεργασία

iomete (eo)

mi havas la impreson ke mi iomete progresis - έχω την εντύπωση ότι προόδευσα κάπως / λίγο