invendable
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ɛ̃.vɑ̃.dabl/
Επίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
invendable | invendables |
invendable (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- μη πωλούμενος, που δεν μπορεί να πουληθεί
ενικός | πληθυντικός |
invendable | invendables |
invendable (fr) αρσενικό ή θηλυκό