Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɛ̃.vɑ̃.dabl/

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
invendable invendables

invendable (fr) αρσενικό ή θηλυκό