ενικός         πληθυντικός  
intoxication intoxications

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

intoxication (en)

  1. (ιατρική) η δηλητηρίαση



      ενικός         πληθυντικός  
intoxication intoxications

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

intoxication (fr) θηλυκό

  1. η δηλητηρίαση