intoxication
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
intoxication | intoxications |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαintoxication (en)
- (ιατρική) η δηλητηρίαση
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
intoxication | intoxications |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαintoxication (fr) θηλυκό