interpolate
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | interpolate |
γ΄ ενικό ενεστώτα | interpolates |
αόριστος | interpolated |
παθητική μετοχή | interpolated |
ενεργητική μετοχή | interpolating |
Ρήμα
επεξεργασίαinterpolate (en)
ενεστώτας | interpolate |
γ΄ ενικό ενεστώτα | interpolates |
αόριστος | interpolated |
παθητική μετοχή | interpolated |
ενεργητική μετοχή | interpolating |
interpolate (en)