interdiction
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ɛ̃.tɛʁ.dik.sjɔ̃/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
interdiction | interdictions |
interdiction (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
interdiction | interdictions |
interdiction (fr) θηλυκό