Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɛ̃.ta.ʁi.sabl/

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
intarissable intarissables

intarissable (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Αντώνυμα

επεξεργασία