insulaire
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
insulaire | insulaires |
= Επίθετο επεξεργασία
insulaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Ουσιαστικό= επεξεργασία
insulaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- ο νησιώτης, η νησιώτισσα
ενικός | πληθυντικός |
insulaire | insulaires |
insulaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό
insulaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό