inquest
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Κλίση επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
inquest | inquests |
Ουσιαστικό επεξεργασία
inquest (en)
- έρευνα δυστυχήματος (για οτιδήποτε)
- έρευνα συνθηκών θανάτου (πχ. μέσω φυσικών στοιχείων και μαρτυριών) και νεκροψίας
ενικός | πληθυντικός |
inquest | inquests |
inquest (en)