Λατινικά (la) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

inporto < in + porto

  Ρήμα επεξεργασία

inporto (la) & importo (inportō1, inportāvī, inportātum, inportāre)

Κλίση επεξεργασία