Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɛ̃.di.vi.dɥa.li.za.sjɔ̃/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
individualisation individualisations

individualisation (fr) θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία