Ουσιαστικό

επεξεργασία

incursion (en)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɛ̃.kyʁ.sjɔ̃/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
incursion incursions

incursion (fr) θηλυκό