inconsolable
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
inconsolable (en)
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
inconsolable | inconsolables |
Επίθετο επεξεργασία
inconsolable (fr) αρσενικό ή θηλυκό
inconsolable (en)
ενικός | πληθυντικός |
inconsolable | inconsolables |
inconsolable (fr) αρσενικό ή θηλυκό