Λατινικά (la) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

inclamo < in + clamo

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /inˈklaː.moː/

  Ρήμα επεξεργασία

inclamo (la) (inclāmō1, amavi, inclāmāvī, inclāmātum, inclāmāre)

Κλίση επεξεργασία