Ετυμολογία

επεξεργασία
incertidumbre < in- + certidumbre

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /inθeɾtiˈdumbɾe/ (Ισπανία)
ΔΦΑ : /inseɾtiˈdumbɾe/ (Λατινική Αμερική)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

incertidumbre (es) θηλυκό