Ουσιαστικό

επεξεργασία

inactivity (en)

  1. η αδράνεια, το να έχει παραμείνει κάποιος αδρανής επί ένα ορισμένο διάστημα
  2. η αδράνεια, η ακινησία, η έλλειψη διάθεσης για ενέργεια, δράση